Δελτίου Τύπου της Ομάδας Νομικών για την Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων Προσφύγων και Μεταναστών

Το απροσπέλαστο της πρόσβασης στο άσυλο…

Την ίδια στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση προτείνει ως «λύση» για το προσφυγικό και μεταναστευτικό τα κέντρα κράτησης και την ενδυνάμωση των σωμάτων ασφαλείας, με πολύνεκρα ναυάγια και τους φράχτες μιας Ευρώπης Φρούριο να διατρανώνουν την έλλειψη ουσιαστικής διεθνούς προστασίας των προσφύγων, ο έλληνας νομοθέτης επαίρεται για τον ν.3907/2011 και τη δημιουργία αυτοτελούς Υπηρεσίας Ασύλου και Κέντρων Πρώτης Υποδοχής (Κ.Ε.Π.Υ.). Το εν λόγω νομοθέτημα υποτίθεται ότι, μεταξύ άλλων, θα αναμόρφωνε το παλιό σύστημα, ώστε να εξασφαλιστεί η άμεση πρόσβαση των δικαιούχων διεθνούς προστασίας στο πολιτικό άσυλο.

Ωστόσο, η από 7/6/13 λειτουργία της νέας υπηρεσίας δεν έλυσε καμία από τις παθογένειες του συστήματος και ελάχιστα προσέφερε στις ανάγκες των αιτούντων άσυλο. Χαρακτηριστικά, αν και τα Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου αυξήθηκαν σε τέσσερα, και πάλι παραμένουν ανεπαρκέστατα για την καταγραφή όλων των αιτημάτων ασύλου. Σο δε Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου Θεσσαλονίκης ακόμα δεν έχει λειτουργήσει, 18 μήνες μετά τη θέση σε εφαρμογή της νέας υπηρεσίας. Οι μετανάστες τίθενται και πάλι σε μια διαρκή κατάσταση αναμονής και, στερούμενοι αυτή τη φορά οποιασδήποτε νόμιμης διατύπωσης (όπως η καταργηθείσα πια ροζ κάρτα), εκτίθενται στον κίνδυνο μιας ανά πάσα στιγμή σύλληψής τους από τις διωκτικές αρχές. Ενώ δε πολλοί δικαιούχοι διεθνούς προστασίας δεν ενημερώνονται καν για το δικαίωμά τους αυτό, παρατηρούμε μια πρωτοφανή κινητοποίηση των αρχών για τη διάδοση και εφαρμογή της διαδικασίας «εθελούσιας» επιστροφής στις χώρες καταγωγής τους – αδιαφορώντας πλήρως για την αρχή της μη επαναπροώθησης, που ισχύει και για τους εμπίπτοντες στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς και για άλλες περιπτώσεις ανέφικτης απέλασης.

Τι γίνεται όμως με τη μεγάλη μερίδα εκείνων των δικαιούχων διεθνούς προστασίας που κρατούνται παράνομα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Σε αυτήν την περίπτωση, αντίστοιχα φαινόμενα ολιγωρίας και αναμονής μηνών για μόνη την καταγραφή των αιτημάτων τους, καθώς και μια πλήρης απουσία νομικής ενημέρωσης (παρεκτός για την «εθελούσια» επιστροφή), συνηγορούν σε ένα ήδη υφιστάμενο -λόγω της αναίτιας φυλάκισης- καθεστώς ομηρίας τους.

Όσο για τη νέα υπηρεσία ασύλου, η οποία δύναται να εισηγείται την παύση της διοικητικής κράτησης των αιτούντων άσυλο (π.δ. 113/13), ακόμα και στις περιπτώσεις των νομικά ευάλωτων κοινωνικών ομάδων (π.χ. ασυνόδευτα ανήλικα, άρρωστοι, κακοποιημένες γυναίκες), κατά κανόνα νίπτει τας χείρας της μπροστά στη χυδαία κράτηση ανθρώπων, για μεγάλο ποσοστό των οποίων η απέλαση είναι ανέφικτη.

Όλα τα παραπάνω καταδείχνουν πώς η νομιμότητα αυτοαναιρείται και το διεθνές νομοθετικό πλαίσιο για τους πρόσφυγες ματαιώνεται, όταν το πραγματικό μέλημα μιας πολιτικής δεν είναι η προσβασιμότητα και υπαγωγή των πολιτικών προσφύγων στο προστατευτικό νομικό καθεστώς, μα η με κάθε τρόπο απομάκρυνσή τους από τη χώρα «υποδοχής».

 

 

..τα στρατόπεδα συγκέντρωσης…

 

Περνώντας τώρα στο ζήτημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης, – το οποίο δεν αφορά μόνο τα άτομα που δικαιούνται πολιτικό άσυλο, αλλά και έναν τεράστιο αριθμό μεταναστριών και μεταναστών, καθώς και καθέναν και καθεμία από μας – θέλουμε να καταδείξουμε μερικές μόνον από τις αναρίθμητες και χιλιοειπωμένες εξευτελιστικές εκφάνσεις τους, ώστε μετά να περάσουμε στο διακύβευμα.

Ο 24χρονος κρατούμενος της Αμυγδαλέζας, Μοχάμεντ Ασφάκ, έχοντας χτυπηθεί βάρβαρα από αστυνομικούς σε εξέγερση στο στρατόπεδο Κορίνθου, ζητούσε επί μήνες εις μάτην να εξεταστεί το σοβαρό αναπνευστικό πρόβλημα από το οποίο υπέφερε. Η μεταφορά του στο νοσοκομείο – όπου και εν τέλει υπέκυψε, ευρισκόμενος ήδη σε τελικό στάδιο – έγινε μόνον αφού κατέρρευσε εντελώς. Πρόκειται για ένα από τα αναρίθμητα παραδείγματα σωματικού και ψυχικού βασανισμού των κρατουμένων μέσα στα στρατόπεδα, που ουκ ολίγες φορές τους οδηγούν σε απόπειρες αυτοκτονίας. Υπάρχει πλήθος καταγγελιών για υπερβολική αναμονή και εκκλήσεις που πέφτουν στο κενό στον τομέα παροχής ιατρικής περίθαλψης (η οποία δίνεται μόνο σε περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται ως πολύ σοβαρές και επείγουσες). Η δε μέριμνα για την ψυχική υγεία των κρατουμένων είναι μηδαμινή.

Μόνο στο Παρανέστι τη στιγμή αυτή κρατούνται πάνω από 100 ανήλικα άτομα. Αν και πρόκειται εμφανώς για μικρά παιδιά (που μπορεί να διαθέτουν και τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα), συχνά η υποβολή τους σε αμφιλεγόμενους και αναξιόπιστους ιατρικούς ελέγχους, εντός των στρατοπέδων, οδηγεί στον χαρακτηρισμό και την κράτησή τους ως ενηλίκων. Όσο για εκείνα που αναγνωρίζονται ως ανήλικα, η μοίρα τους δε διαφέρει και πολύ – σε μια συνθήκη όπου οι όποιοι πόροι διατίθενται για τις δομές κράτησης, παρά για τις δομές φιλοξενίας. Η ίδια η συνέχιση λειτουργίας ακόμα και των ελάχιστων υπαρκτών ξενώνων για ανήλικα ασυνόδευτα παιδιά τίθεται εν αμφιβόλω, μετά την ενοποίηση των τεσσάρων ταμείων για ζητήματα προσφύγων σε ένα, και δη υπό τη διαχείριση του Υπουργείου… Δημόσιας Τάξης!

Το μεγαλύτερο ίσως σκάνδαλο είναι η επέκταση της παράνομης κράτησης ανθρώπων πέραν του 18μήνου. Αυτήν την πολιτική επιλογή επιβραβεύει με γνωμοδότησή του το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, βαφτίζοντάς την «περιοριστικό μέτρο παραμονής» στα κέντρα, προς όφελος των κρατουμένων. Η εν λόγω γνωμοδότηση αντιβαίνει στον ν.3907/2011, στην Ευρωπαϊκή Οδηγία Επιστροφής, στο άρθρο 5 του Συντάγματος, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), καθώς και στις επανειλημμένες καταδίκες της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Εξάλλου, έχει ήδη κριθεί παράνομη και από διοικητικούς δικαστές, στα πλαίσια αντιρρήσεων κατά της κράτησης. Εξίσου παράλογο είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μετανάστες, έχοντας αφεθεί ελεύθεροι μετά το πέρας του 18μήνου, ξανασυλλαμβάνονται και εκδίδεται εναντίον τους εκ νέου απόφαση απέλασης – χωρίς να έχουν αλλάξει οι συνθήκες που την καθιστούσαν ανέφικτη ως τώρα -, και άρα επανακράτησής τους. Και σ’ αυτή την περίπτωση, πρόκειται για μια πρακτική που έχει ήδη κριθεί από τα διοικητικά δικαστήρια της χώρας ως παράνομη.

 

…και το χρονικό μιας στρέβλωσης ενός θεσμού χάριν της (μη-)διαχείρισης της παράνομης κράτησης

 

Πώς απαντάει η κυρίαρχη πολιτική βούληση στην ανάγκη διαχείρισης των παραπάνω αντιφάσεων; Η πρόσφατη χρησιμοποίηση της Υπηρεσίας Ασύλου ως μέσου για την … αποσυμφόρηση του κέντρου κράτησης Παρανεστίου, μετά το κλείσιμο του στρατοπέδου της Ξάνθης – που ως Ομάδα Νομικών για την Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων Προσφύγων και Μεταναστών παρακολουθήσαμε από κοντά και καταγγέλλουμε με το παρόν –, είναι ενδεικτική.

Συγκεκριμένα, στις αρχές Δεκεμβρίου 2014, 76 κρατούμενοι μεταφέρθηκαν αιφνιδίως από το στρατόπεδο Παρανεστίου στο Παράρτημα της Υπηρεσίας Ασύλου της Θεσσαλονίκης. Επί δύο εβδομάδες στοιβάχτηκαν στα κρατητήρια της Γ.Α.Δ.Θ., προκειμένου, όπως τους είπαν οι αρχές κράτησης στο Παρανέστι, να υποβάλλουν αίτημα ασύλου και να αφεθούν ελεύθεροι (όπως και έγινε). Το κριτήριο επιλογής των συγκεκριμένων 76 όμως, δεν ήταν ούτε η έκφραση μιας δικής τους απαραίτητα επιθυμίας να αιτηθούν άσυλο (άλλωστε υπήρχαν ανάμεσά τους άνθρωποι που κλήθηκαν να υποβάλλουν μεταγενέστερο αίτημα, αφού είχαν ήδη λάβει απορριπτική απόφαση από τις αρμόδιες αρχές ασύλου), ούτε η ευαισθησία για την προστασία των δικαιωμάτων τους ως παράνομα κρατουμένων. Διόλου τυχαία, επρόκειτο για εκείνους τους κρατούμενους που είχαν συμπληρώσει τους 18 μήνες κράτησης και που την ίδια περίοδο βρίσκονταν σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις (ορισμένοι είχαν ξεκινήσει απεργία πείνας λίγες μέρες πριν τη μεταφορά τους), διεκδικώντας την άμεση απελευθέρωσή τους. Αυτές οι δράσεις είχαν δημοσιοποιηθεί και συναντήθηκαν με εκδηλώσεις συμπαράστασης διαφόρων αλληλέγγυων ομάδων. Φαίνεται λοιπόν, πως η καταχρηστική εργαλειοποίηση του θεσμού του ασύλου, ήρθε ως μια στρεβλή απάντηση σε ένα υπαρκτό πρόβλημα υπερσυγκέντρωσης κρατουμένων στο στρατόπεδο, μα και στην άσκηση πολιτικών πιέσεων για το οριστικό κλείσιμο των στρατοπέδων. Με συνοπτικές διαδικασίες, των οποίων η νομιμότητα ήταν το λιγότερο αμφίβολη, φαίνεται να βρέθηκε τρόπος να αφεθούν ελεύθεροι 76 άνθρωποι – καταδεικνύοντας έτσι περίτρανα ότι ο εγκλεισμός χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων στα στρατόπεδα, δεν είναι παρά ένα ζήτημα πολιτικής βούλησης, πέρα από νομικά κείμενα ή ρητορείες περί αναγκαιότητας ή προστασίας των ίδιων των εγκλείστων.

Όταν η διεθνής προστασία των ατόμων που διώκονται από πολέμους και διωγμούς καθίσταται νομικό εργαλείο μόνο κατ’ επίφαση, ανάγεται σε γράμμα κενό. Κι όταν η πολιτική βούληση το καταντάει προκάλυμμα νομιμότητας κατά το δοκούν, για να καλύψει τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, υποτιμάει τη νοημοσύνη μας.

Το διακύβευμα παραμένει παρόν:

Αλληλεγγύη στους μετανάστες και τους πρόσφυγες – ενάντια στους νομικούς και πολιτικούς αποκλεισμούς τους. Να κλείσουν τώρα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

ΟΜΑΔΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ