Εκδήλωση – Συζήτηση:
“Μακεδονία Γη Πολυπολιτισμική – Έξω το Νάτο και οι Εθνικισμοί”
Σεβασμός στο Δικαίωμα του Αυτοπροσδιορισμού, Αλληλεγγύη των Λαών.
Εισηγήσεις:
-Τάσος Κωστόπουλος, Δημιοσιογράφος ΕΦ.ΣΥΝ.
-Σπύρος Καραβάς, αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου
-Μαριγκλέν Ντεμίρι, μέλος του κόμματος Levica (Μακεδονία)
Θα συντονίσει ο Στέλιος Νικητόπουλος, δημοσιογράφος της ΕΤ3.
Παρασκευή 16/3, 6.30μμ, στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, Αριστοτέλους 32
Η κοινή ανακοίνωση των οργανώσεων που συνδιοργανώνουν την εκδήλωση
Οι συλλογικότητες και οι άνθρωποι που συνυπογράφουμε αυτό το κείμενο αγωνιζόμαστε για την ειρήνη, τη δουλειά, την ελευθερία, την αξιοπρέπεια όλων των λαών του κόσμου. Από αυτή τη σκοπιά, είναι καθήκον μας σήμερα να πάρουμε σαφή θέση, στα λόγια και στο δρόμο, ενάντια στο εθνικιστικό μέτωπο που σχηματίστηκε με αφορμή το όνομα της Μακεδονίας.
Για τη χρήση του ονόματος της Μακεδονίας
Πρώτα και κύρια, γιατί το μόνο κοινό αίτημα αυτής της ετερόκλητης εθνικιστικής συμμαχίας, το αίτημα δηλαδή να απαγορευτεί στο γειτονικό λαό να χρησιμοποιεί το όνομα της Μακεδονίας, είναι άδικο, ιστορικά λαθεμένο και ανήθικο. Όλοι γνωρίζουμε ότι σλαβικοί πληθυσμοί κατοικούν εδώ και εκατοντάδες χρόνια στον ιστορικό χώρο της Μακεδονίας, διατηρώντας τη δική τους γλώσσα και παράδοση. Εδώ κι έναν αιώνα, ένα μεγάλο τμήμα τους έχει σχηματίσει τη δική του εθνική συνείδηση και ταυτότητα -διακριτή από την ελληνική, τη βουλγάρικη ή τη σέρβικη- συνδέοντάς την εξαρχής με το όνομα της γης που κατοικούσε, δηλαδή τη Μακεδονία. Όπως όλοι οι λαοί της περιοχής, έδωσε κι αυτός τις μάχες του για την αυτοδιάθεση και την ελευθερία -κάποτε μάλιστα χέρι με χέρι με τον ελληνικό λαό, όπως κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αντίσταση στους φασίστες κατακτητές (την ίδια στιγμή που οι Έλληνες και Γιουγκοσλάβοι εθνικιστές συνεργάζονταν με τους Ναζί ομοϊδεάτες τους). Και όταν το 1944, μαζί με τους άλλους λαούς της Γιουγκοσλαβίας, κέρδισε την ανεξαρτησία του, ονόμασε τη χώρα του Μακεδονία, χωρίς να παραξενευτεί ή να διαμαρτυρηθεί κανείς. Ο λαός αυτός έχει και σήμερα το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού, το δικαίωμα να χρησιμοποιεί κι αυτός το όνομα της Μακεδονίας. Αυτό το δικαίωμα εμείς στην αριστερά θα το υπερασπιστούμε με όποιο κόστος, όπως κάνουμε πάντα: στην Παλαιστίνη, το Κουρδιστάν ή την Καταλονία.
Η χρήση του ονόματος δεν αποτέλεσε ποτέ μέχρι τώρα και δεν πρέπει να ιδωθεί και σήμερα ως απειλή για καμία γειτονική χώρα. Δεν αφαιρεί με κανένα τρόπο το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της ελληνικής Μακεδονίας, το οποίο για εμάς είναι εξίσου σεβαστό. Κανένα κράτος και κανένας εθνικισμός δεν μπορεί να μονοπωλεί και να υπαγορεύει ονόματα στην άλλη πλευρά, όπως κάνει κατ’ εξοχήν ο ελληνικός εθνικισμός, προβάλλοντας το σύνθημα «η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική». Το σύνθημα αυτό προσβάλλει βαθιά το γειτονικό λαό, αφού υπονοεί ότι η εθνική του συνείδηση είναι ψεύτικη, ή -ακόμα χειρότερα- μια κομμουνιστική συνωμοσία του Τίτο για να υφαρπάξει τα εδάφη της ελληνικής Μακεδονίας (συνεχίζοντας την αντικομμουνιστική παράδοση της ελληνικής εθνικοφροσύνης). Όμως, κάπως έτσι κατασκευάζεται ιστορικά κάθε εθνική συνείδηση και δεν υπάρχει περισσότερο «αληθινή» ή περισσότερο «ψεύτικη», παρά μόνο στα μυαλά των σοβινιστών. Εξάλλου, τη στιγμή που όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι υπάρχουν μακεδονικά εδάφη και πέραν του ελληνικού χώρου, το σύνθημα «η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική» είναι πρόδηλα επιθετικό και αλυτρωτικό, απειλώντας έμμεσα την εδαφική ακεραιότητα των γειτονικών χωρών. Γεγονός που η πιο ακραία (ή ίσως η πιο ειλικρινής) πτέρυγα της εθνικιστικής συμμαχίας δεν φοβάται να πει ευθέως, μιλώντας για διαμελισμό και σύνορα με τη Σερβία.
Για το φόβο του «αλυτρωτισμού»
Αντίστοιχες εθνικιστικές τάσεις αναπτύσσονται βέβαια και στην άλλη πλευρά, όπως και σε κάθε άλλο έθνος. Η υποτιθέμενη καταγωγή των σύγχρονων Μακεδόνων από την αρχαία Μακεδονία του Αλέξανδρου για παράδειγμα, αποτέλεσε κι εκεί έναν ανόητο μύθο, που τροφοδότησε τις εθνικιστικές διαμάχες. Το λούνα παρκ με τα αγάλματα που έστησε η κυβέρνηση Γκρουέφσκι -και που στοίχισε μια περιουσία στο γειτονικό λαό- είναι αντίστοιχης αισθητικής με τις περικεφαλαίες των συλλαλητηρίων. Υπάρχουν κι εκεί ακραίες ομάδες που θέλουν να αποκαταστήσουν την «Μεγάλη Μακεδονία», παραγνωρίζοντας τη σύγχρονη πραγματικότητα. Οι ομάδες αυτές έχουν την ίδια ποιότητα και την ίδια βαρύτητα με τους Έλληνες εθνικιστές που διεκδικούν τις δικές τους «χαμένες πατρίδες».
Το βασικό όμως επιχείρημα του ελληνικού κράτους, το οποίο δυστυχώς συμμερίζονται όλα τα κόμματα της Βουλής, δεν αφορά αυτές τις φωνές, αλλά τον υποτιθέμενο «αλυτρωτισμό» του Συντάγματος. Ο αλυτρωτισμός αυτός αποδίδεται σε δύο γεγονότα: πρώτο, το Σύνταγμα αναφέρεται σε μακεδονικό έθνος και γλώσσα. Η αναφορά αυτή είναι αυτονόητη για κάθε Σύνταγμα και η ελληνική πλευρά με αυτό τον τρόπο επαναφέρει απλά το θέμα του ονόματος με άλλα λόγια. Δεύτερο, το Σύνταγμα δηλώνει το ενδιαφέρον της Δημοκρατίας για τα δικαιώματα των ομογενών πολιτών που ζουν σε άλλα κράτη (με ρητή όμως αναφορά ότι αυτό δεν συνιστά παρέμβαση στα εσωτερικά άλλης χώρας). Η πρόνοια αυτή αποτελεί επίσης εύλογη υποχρέωση κάθε πολιτείας (το ίδιο κάνει π.χ. η Ελλάδα για την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία). Δεν θα έπρεπε να ανησυχεί καθόλου το ελληνικό κράτος, αν αυτό είχε φροντίσει να σέβεται τα δικαιώματα των μειονοτήτων που ζουν στο εσωτερικό του -κάτι που φυσικά δεν κάνει, αφού ούτε καν αναγνώρισε ποτέ ότι υπάρχει στην Ελλάδα μειονότητα με μακεδονική εθνική συνείδηση και γλώσσα (παρότι για δεκαετίες έστηνε μπάρες και κυνηγούσε όσους μιλούσαν «ντόπια»).
Εθνικισμοί τελικά υπάρχουν και στις δύο πλευρές και είναι κι οι δύο επικίνδυνοι για τους δύο λαούς. Δεν μπορούμε όμως να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η πλευρά που επιτέθηκε πρώτη και που ζητά την αποκλειστικότητα στο όνομα είναι η ελληνική. Το ελληνικό κράτος είναι επίσης ο ισχυρός παίχτης της περιοχής, αυτό συμμετέχει στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., αυτό διαθέτει τον ισχυρότερο στρατό, αυτή συμμετέχει σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, ακόμα και εντός των γειτονικών χωρών. Ο κίνδυνος διεκδικήσεων εκ μέρους του «σκοπιανού αλυτρωτισμού» που επικαλείται ο ελληνικός εθνικισμός αποτελεί μία αστεία δικαιολογία, που σκοπό έχει να γεμίσει φόβο και μίσος τις καρδιές των ανθρώπων.
Για τη συμμαχία των εθνικιστών
Γύρω από αυτές τις σοβινιστικές θέσεις, συσπειρώθηκε ξανά ό,τι χειρότερο έχει να επιδείξει η ελληνική κοινωνία: τοπικοί κομματάρχες και βουλευτές, εταιρίες-χορηγοί, μισαλλόδοξοι ιεράρχες συνοδευόμενοι από το αντίστοιχο ποίμνιο, παραστρατιωτικές οργανώσεις και απόστρατοι στρατηγοί, οπαδικοί στρατοί μεγαλοκαπιταλιστών ιδιοκτητών ΠΑΕ, ακροδεξιές οργανώσεις, με πρώτη τη ναζιστική συμμορία των υπόδικων δολοφόνων της χρυσής αυγής. Αυτοί οργάνωσαν τα συλλαλητήρια, κάποιοι από αυτούς μίλησαν στα μικρόφωνα, αυτοί έδωσαν τον τόνο, αυτοί φιλοδοξούν να εισπράξουν και τα πολιτικά οφέλη.
Γι’ αυτό και, ανεξάρτητα από τις προθέσεις ή τις πολιτικές τους απόψεις, όσοι συμμετέχουν και στηρίζουν τα συλλαλητήρια, ενισχύουν αντικειμενικά, στην πράξη, τους σχεδιασμούς των οργανωτών τους, δηλαδή της εθνικιστικής δεξιάς και ακροδεξιάς -κι αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τις όποιες οργανώσεις ή τους διανοούμενους αναφέρονται στην αριστερά. Επιπλέον, τα συλλαλητήρια νομιμοποιούν την παρουσία και τη δράση των ένοπλων ακροδεξιών συμμοριών, οι οποίες από τη μία ανέλαβαν επίσημα την περιφρούρησή τους (αλήθεια, από ποιους;) και από την άλλη βγήκαν παγανιά στην πόλη με στόχο να χτυπήσουν τον «εσωτερικό εχθρό», να επιτεθούν -ανεπιτυχώς- στις αντιφασιστικές συγκεντρώσεις και σε κοινωνικούς χώρους, καταλήγοντας στον εμπρησμό της Libertatia.
Οι στόχοι αυτής της εθνικιστικής συμμαχίας, δεν αφορούν κάποιον -ανύπαρκτο- εξωτερικό εχθρό, αλλά την ίδια την ελληνική κοινωνία. Οι βουλευτές κι οι κομματάρχες των κομμάτων εξουσίας θέλουν να ψηφοθηρεύσουν στα θολά νερά του πατριωτισμού, για να πλασαριστούν καλύτερα στην επόμενη κυβέρνηση. Ο Φραγκούλης, πρώην υπουργός μνημονιακής κυβέρνησης κι αυτός, σχεδιάζει νέα ακροδεξιά κόμματα και απαιτεί να παρέμβει άμεσα ο στρατός στην πολιτική, μέσω ενός «Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας», προπαγανδίζοντας έτσι μια ερντογανικής ποιότητας «δημοκρατία». Όσο για τις επιπτώσεις της νομιμοποίησης των ναζί και των ταγμάτων εφόδου, δεν χρειάζεται να περιμένουμε τις επόμενες εκλογές: αναδύθηκαν καθαρά μέσα από τις φλόγες που έκαψαν την κατάληψη της Libertatia.
Φυσικά, όλοι αυτοί προσπαθούν να σύρουν πίσω τους λαϊκά στρώματα που σήμερα πλήττονται βάναυσα από τη νεοφιλελεύθερη, μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Για το λόγο αυτό, συνάρθρωσαν γύρω από τα κεντρικά σοβινιστικά τους συνθήματα κάποιες αντικυβερνητικές, αντιμνημονιακές και αντιδυτικές κορώνες για το «ξεπούλημα της πατρίδας μας» κοκ. Λένε ψέματα. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να αναλάβουν αυτοί την υλοποίηση της ίδιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ίσως μόνο με περισσότερη βία και καταστολή απέναντι στον «εχθρό λαό». Αποδείχθηκε αυτό άλλωστε με τη στάση τους τον Ιούλη του 2015, όταν όλοι αυτοί συντάχθηκαν με το μπλοκ του «ΝΑΙ», το μπλοκ της υποταγής.
Ο αγώνας ενάντια στα μνημόνια, τη λιτότητα, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη φτώχεια, ήταν και θα είναι ένας αγώνας ενάντια στο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο, ένας αγώνας ενάντια στις κυβερνήσεις και τα κόμματα που το υπηρετούν, ένας αγώνας για την ενότητα της εργατικής τάξης πέρα από εθνικούς και φυλετικούς διαχωρισμούς, ένας αγώνας ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Σε αυτόν τον αγώνα, ο ελληνικός λαός δεν θα συναντήσει ποτέ κανένα φασίστα, κανέναν Τζιτζικώστα και κανένα Φράγκο – παρά μόνο απέναντί του.
Εχθροί μας ο ελληνικός εθνικισμός, η κυβέρνηση, το ΝΑΤΟ
Γι’ αυτό υποστηρίζουμε ότι ο ελληνικός εθνικισμός αποτελεί κίνδυνο για τον ίδιο τον ελληνικό λαό. Γιατί μας καλεί, μπροστά σε έναν φανταστικό εξωτερικό εχθρό, να συνταχθούμε στο ίδιο στρατόπεδο με τους πραγματικούς εχθρούς των εργαζομένων: τα κόμματα του «ΝΑΙ», το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., το κεφάλαιο και το στρατό. Ο εθνικισμός αποπροσανατολίζει τους εργαζόμενους από τις πραγματικές μάχες που έχουν να δώσουν μέσα στην ίδια τους τη χώρα, για δουλειά και αξιοπρέπεια. Γι’ αυτό και παραμένει αντικειμενικά χρήσιμος για κάθε κυβέρνηση που υπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου, όπως η σημερινή -η οποία άλλωστε συμμερίζεται και ανατροφοδοτεί τις «εθνικές» θέσεις. Μια κυβέρνηση που έχει ιστορικές ευθύνες για την απογοήτευση που έσπειρε στο λαό, προσφέροντας το γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη του ακροδεξιού εθνικισμού.
Ο εθνικισμός επίσης μας στοιχίζει ακριβά: την ώρα η μνημονιακή ληστεία των εργαζόμενων εντείνεται, η μόνη δαπάνη που καμία κυβέρνηση δεν τσιγκουνεύεται -αυτής του ΣΥΡΙΖΑ μη εξαιρουμένης- είναι οι δαπάνες για τους τερατώδεις εξοπλισμούς που μας πουλάνε οι «φίλοι» Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, για το χάιδεμα των «ένστολων» και των ειδικών μισθολογίων τους και γενικά για τη συντήρηση ενός τεράστιου μιλιταριστικού μηχανισμού, ο οποίος βρίσκεται πάντα στη διάθεση του ΝΑΤΟ.
Πίσω από τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ οχυρώνεται άλλωστε και σήμερα το ελληνικό κράτος για να επιβάλλει τις αξιώσεις του για το όνομα της Μακεδονίας, μέσω της απειλής χρήσης βέτο. Αποδεικνύει έτσι ξανά ότι το ΝΑΤΟ κι η Ε.Ε. αποτελούν πάντα τα τελευταία οχυρά του ελληνικού αστισμού και του ελληνικού εθνικισμού. Για εμάς βέβαια, με όποιο όνομα και να γίνει, η είσοδος μίας ακόμα βαλκανικής χώρας στο ΝΑΤΟ, ή αργότερα στην Ε.Ε., θα είναι μία αρνητική εξέλιξη, πρώτα από όλα για τον ίδιο το μακεδονικό λαό αλλά και για όλους τους λαούς της περιοχής. Το ΝΑΤΟ δεν είναι ένας οργανισμός ασφάλειας και σταθερότητας, αλλά ένας επιθετικός, ιμπεριαλιστικός μηχανισμός που πρακτορεύει, με το όπλο στο χέρι, τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των μεγάλων δυτικών δυνάμεων. Δύο δεκαετίες μετά τη φονική επιδρομή στη Σερβία, η επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια δεν μπορεί παρά να προκαλέσει όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, να ανοίξει παράθυρα νέων επεμβάσεων, να εντείνει την καταστολή των προσφύγων: όπως συμβαίνει σε κάθε γωνιά του πλανήτη που μπαίνει στο στόχαστρο της ευρωατλαντικής συμμαχίας.
Και τέλος, για να μην ξεχνάμε την πραγματική ιστορία μας, ας θυμηθούμε τι συνέβη κάθε φορά που κυριάρχησε ο εθνικισμός κι η εθνικοφροσύνη: ας θυμηθούμε τη «Μεγάλη Ιδέα» και τη μικρασιατική εκστρατεία, το σφαγείο των παγκόσμιων πολέμων, τη μεταπολεμική «δημοκρατία» της εθνικόφρονας δεξιάς ή τη Δικτατορία των Φράγκων, το -ελληνικό- πραξικόπημα και την -τουρκική- εισβολή στην Κύπρο. Ελπίζουμε ότι ο λαός μας δεν τα ξεχνά όλα αυτά. Όπως κι ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ τι έκαναν οι κομμουνιστές και τι έκαναν οι αστοί εθνικιστές όταν είχαμε απέναντί μας έναν πραγματικό εχθρό: οι πρώτοι πολεμούσαν με το όπλο στο χέρι για την ελευθερία και οι δεύτεροι την έκαναν για Κάιρο, ή φόρεσαν κουκούλα για να συνεργαστούν με τον κατακτητή.
Για όλους αυτούς τους λόγους, όλοι και όλες εμείς που ανήκουμε στην αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα δεν θα πουλήσουμε την ψυχή μας στο διάβολο για να πλασαριστούμε καλύτερα στον εθνικό κορμό. Θα σταθούμε ανυποχώρητα απέναντι στο εθνικιστικό μπλοκ, όπως ανυποχώρητα στεκόμαστε απέναντι στην κυβέρνηση, απέναντι στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. Θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για το καλό και το δίκιο, για τα πραγματικά συμφέροντα των καταπιεσμένων και των φτωχών, για την ενότητα των εργαζομένων όλων των χωρών, για ειρήνη, δουλειά, δικαιώματα, δημοκρατία, αξιοπρέπεια.
Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης, ΑΝΤικαπιταλιστική ΑΡιστερή ΣΥνεργασία για την Ανατροπή, Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση, Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση, Αριστερή Συσπείρωση, Διεθνιστική Εργατική Αριστερά, Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς, Νέο Αριστερό Ρεύμα για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση, Ξεκίνημα – Διεθνιστική Σοσιαλιστική Οργάνωση, Οργάνωση Νεολαίας Ριζοσπαστικής Αριστεράς – Ανασύνθεση, Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα